καλιός

καλιός
καλιός
cabin
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλιός — καλιός, ὁ (Α) 1. καλύβα, σπιτάκι 2. (για κότες) κλουβί 3. (κατά τον Ησύχ.) δεσμωτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού καλιά*] …   Dictionary of Greek

  • καλιοί — καλιός cabin masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλιόν — καλιός cabin masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλιάς — καλιάς, ἡ (Α) 1. μικρή καλύβα 2. βωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καλιός*] …   Dictionary of Greek

  • καλιῶν — καλιά wooden dwelling fem gen pl (ionic) καλιός cabin masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”